Αγροτική παραγωγή Βιομάζας - Τεράστια οφέλη για τους Αγρότες




καθηγητής Νίκος Δαναλάτος, διευθυντής του Εργαστηρίου Γεωργίας του Τμήματος Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Στο εργαστήριο του κ. Νίκου Δαναλάτου, πανεπιστημιακού καθηγητή και διευθυντή Εργαστηρίου Γεωργίας του τμήματος Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μια σόμπα ζεσταίνει το χώρο. Μπορεί να μοιάζει ασυνήθιστη η επιλογή μιας κλασικής σόμπας σε ένα τόσο μοντέρνο κτίριο, όμως δεν είναι μια κοινή σόμπα ούτε και το καύσιμο που χρησιμοποιείται είναι συνηθισμένο. «Είναι ο πρώτος δημόσιος χώρος της Ελλάδας που θερμαίνεται με ελληνικό «πετρέλαιο». Καίει γαϊδουράγκαθο», μας λέει ο κ. Δαναλάτος.

Η ελληνική ιστορία των βιοκαυσίμων ανάγεται στο 1993. «Η έρευνα ξεκίνησε στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τις ενεργειακές καλλιέργειες», αναφέρει ο καθηγητής. «Ενεργειακά φυτά, όπως ο ευκάλυπτος, ο μίσχανθος, ο ηλίανθος, η ελαιοκράμβη, το κενάφ, το ελληνικό καλάμι και, φυσικά, η αγριαγκινάρα, αποτέλεσαν αντικείμενο πολυετούς μελέτης». Στο μεταξύ, η διεθνής εμπειρία των τελευταίων ετών ανέδειξε ιδιαίτερους προβληματισμούς σε ό,τι αφορά τα βιοκαύσιμα. Στην Αμερική, για παράδειγμα, η καλλιέργεια καλαμποκιού ως βιοκαυσίμου «κατηγορήθηκε» ότι απαιτούσε μεγάλες ποσότητες ζιζανιοκτόνων και αζωτούχων λιπασμάτων, ότι κατανάλωνε ίση ποσότητα ορυκτών καυσίμων με εκείνη που υποκαθιστούσε, ότι η τιμή του προϊόντος εκτοξεύτηκε στα ύψη, δημιουργώντας τεράστια ερωτήματα για την παραγωγή του ως εδώδιμου αλλά και για την εξαφάνιση της βιοποικιλότητας, ενώ η σημαντικότερη αρχή των βιοκαυσίμων για τη μηδενική έκλυση διοξειδίου του άνθρακα παραβιαζόταν.

«Η λύση ήταν να στραφούμε σε ένα πολυετές φυτό, μη εδώδιμο, το οποίο αναπτύσσεται γρήγορα, δεν χρειάζεται πότισμα και φυτοφάρμακα», ισχυρίζεται ο κ. Δαναλάτος.



Ωφελεί περιβάλλον και... τσέπη

Επειτα από δέκα χρόνια προσωπικής έρευνας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, βάσει των περιβαλλοντικών και οικονομικών απαιτήσεων, το βέλτιστο ενεργειακό φυτό για την ελληνική αλλά και παγκόσμια γεωργία, καθώς και για την παραγωγή ενέργειας, ήταν το γαϊδουράγκαθο ή, όπως είναι αλλιώς γνωστό, η αγριαγκινάρα (Cynara cardunculus). «Η θερμαντική ικανότητα δύο κιλών ξηρής αγριαγκινάρας ισοδυναμεί με ένα λίτρο πετρέλαιο και η τιμή της διαμορφώνεται στο τρίτο αυτής του ισοδύναμου πετρελαίου ανά λίτρο. Παράλληλα, οι περιβαλλοντικές εκροές στην παραγωγή βιοενέργειας είναι χαμηλότερες από αυτές των παραδοσιακών καλλιεργειών (μείωση νιτρορύπανσης, μείωση φυτοφαρμάκων, διαχείριση νερού, μείωση της διάβρωσης-ερημοποίησης, αύξηση εδαφικής γονιμότητας). Το σημαντικότερο, κατά τον κ. Δαναλάτο, είναι ότι «η καλλιέργεια ενός πολυετούς φυτού, όπως η αγριαγκινάρα, δεν έχει απλώς μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα -αφού η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με βιομάζα είναι ουδέτερη σε εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, καθώς η ποσότητα που ελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα μετά την καύση της αφομοιώνεται από το φυτό κατά τη φωτοσύνθεση-, αλλά μειώνει περαιτέρω την έκλυση διοξειδίου του άνθρακα λόγω έλλειψης οργώματος και κατεργασιών του εδάφους, ενώ δεσμεύει περισσότερο ατμοσφαιρικό άνθρακα υπό τη μορφή χούμου που εμπλουτίζει το έδαφος που καλλιεργείται με αγριοαγκινάρα».


Xωρίς απαιτήσεις

Η ξενάγησή μας στον… κόσμο του γαϊδουράγκαθου ξεκινά από το χωράφι. Στον θεσσαλικό κάμπο καλλιεργούνται περίπου 10.000 στρέμματα και άλλα τόσα στην περιοχή της Κοζάνης και της Ξάνθης. «Η διαδικασία της καλλιέργειας του γαϊδουράγκαθου είναι εξαιρετικά απλή και γίνεται ακόμη και στο πιο δύσβατο και ξερό χωράφι», μας εξηγεί ο καλλιεργητής Γιώργος Ταχούλας.
«Ως πολυετές φυτό, η σπορά γίνεται μία φορά κάθε δώδεκα χρόνια. Φυτεύεται τον Οκτώβριο, μεγαλώνει με τις βροχές του χειμώνα και μαζεύεται από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο. Ετσι, δεν χρειάζεται νερό, λίπασμα και, φυσικά, ως «δυνατό» ζιζάνιο επιβιώνει χωρίς να απαιτούνται ζιζανιοκτόνα. Η απόδοση του χωραφιού κυμαίνεται από 1.200 έως 1.600 κιλά σε ξηρή ουσία/στρέμμα, ενώ διπλασιάζεται με 2 - 3 αρδεύσεις την άνοιξη».

Η καλλιέργεια δεν είναι μόνο εύκολη, αλλά και εξαιρετικά κερδοφόρος. «Η αγριαγκινάρα προσφέρει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση για τους γεωργούς της περιοχής, συνήθως βαμβακοπαραγωγούς και παραγωγούς σιτηρών, που σήμερα βλέπουν τις καλλιέργειές τους να ξεπουλιούνται για ένα κομμάτι ψωμί», τονίζει ο κ. Δαναλάτος. Οι παραγωγοί μπορούν να διεκδικήσουν από 70 έως 150 ευρώ/στρέμμα (ανάλογα με το συμβόλαιο που έχουν υπογράψει με την εταιρεία αγοράς), ενώ επιπλέον παίρνουν μια πολύ μικρή επιδότηση των 4,5 ευρώ/στρέμμα. Και όλα αυτά με κόστος εγκατάστασης 25 ευρώ/ στρέμμα για τον πρώτο χρόνο και μηδενικό για όλα τα υπόλοιπα. Το σημαντικότερο είναι ότι για πρώτη φορά, με τη βοήθεια της ερευνητικής ομάδας του κ. Δαναλάτου, ο παραγωγός συνδέει την τιμή του προϊόντος με την τιμή πώλησης του πετρελαίου, ενώ μέχρι σήμερα ήταν συνδεδεμένη μόνο με τα έξοδά του.


Το φυτό γίνεται πελλέτα
Το επόμενο βήμα γίνεται στο εργοστάσιο παραγωγής πελλέτας στο Βελεστίνο, στο «πελλετάδικο» του Τριαντάφυλλου Αγγελούση. Εδώ, η αγριαγκινάρα που έχει μαζευτεί σε μπάλες περνάει από σπαστήρες, μετατρέπεται σε «πούδρα», η οποία στη συνέχεια συμπιέζεται, και έτσι παράγονται οι πελλέτες. Τα μικρά εύκαμπτα κυλινδρικά τεμάχια που θα αποτελέσουν την πρώτη ύλη καύσης συσκευάζονται, μεταφέρονται και αποθηκεύονται εύκολα.
Ο κ. Αγγελούσης, γεωπόνος στο επάγγελμα, ξεκίνησε την παραγωγή πελλέτας πριν από τέσσερα χρόνια. Ενα μέρος της παραγωγής του απορροφάται από τις τοπικές βιομηχανίες, ενώ το υπόλοιπο προορίζεται για εξαγωγές. «Η ζήτηση στην Ευρώπη, από μηδενική που ήταν το 2000, εκτοξεύτηκε σε 10 τόνους το 2009 και αναμένεται να φτάσει τους 100 τόνους τα επόμενα πέντε χρόνια», μας εξηγεί ο κ. Δαναλάτος. Στόχος είναι η παραγωγή να απορροφηθεί στην Ελλάδα, όμως η παρούσα οικονομική συγκυρία κάνει δύσκολα τόσο τα σχέδια επέκτασης όσο και την αγορά της παραγωγής αγριαγκινάρας, που απαιτεί την πληρωμή ενός εφάπαξ ποσού στους αγρότες μία φορά το χρόνο. Σήμερα, στην Ελλάδα υπάρχει ένα ακόμη «πελλετάδικο» για αγριαγκινάρα στην Καρδίτσα. Οι μονάδες παραγωγής πελλέτας στο Συκούριο Λάρισας, στη Βιομηχανική Ζώνη Λάρισας και στην Κομοτηνή παράγουν κυρίως πελλέτα από ξυλεία.

Και ηλεκτρικό ρεύμα
Τα στερεά καύσιμα υπό μορφήν πελλέτας αντικαθιστούν στην Ελλάδα το πετρέλαιο θέρμανσης σε εγχώριες βιομηχανίες και σπίτια, ενώ σύντομα θα ξεκινήσει και η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος σε μονάδες μικρής εγκατεστημένης ισχύος (< 5 Μwe). Επίσης, η καλλιέργεια αγριαγκινάρας μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην υποχρέωση της Ελλάδας για διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας έως 20% μέχρι το 2010, αλλά και στην παραγωγή ενέργειας σε νησιωτικές περιοχές. «Πρέπει να εξετάσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας. Η αγριαγκινάρα, όπως και μικρά υδροηλεκτρικά έργα, υπερέχουν στο ισοζύγιο έναντι των λύσεων των ανεμογεννητριών και των φωτοβολταϊκών, που είναι εισαγόμενες τεχνολογίες και απαιτούν την εκροή συναλλάγματος», τονίζει ο κ. Δαναλάτος. Σημαντικό είναι επίσης να αναφερθεί ότι η πατέντα για την παραγωγή βιοκαυσίμων από αγριαγκινάρα έχει ήδη εξαχθεί στη Ρουμανία, όπου υλοποιείται ένα φιλόδοξο πρόγραμμα καλλιέργειας για την παραγωγή θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας.

Εξίσου σημαντική με τα μεγαλεπήβολα σχέδια παραγωγής ενέργειας και επέκτασης της τοπικής παραγωγής ο κ. Δαναλάτος θεωρεί την οικιακή οικονομία. «Εμείς προτρέπουμε τους ανθρώπους της περιοχής να φυτέψουν λίγα στρέμματα για οικιακή 
κατανάλωση. Δυστυχώς, η τεχνολογία των βιοκαυσίμων δεν μπορεί να επεκταθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα εξαιτίας ενός παλαιού νόμου που απαγορεύει την καύση βιομάζας. «Είναι ένας παρωχημένος νόμος που θα αλλάξει, όπως έγινε σε σύγχρονες μεγαλουπόλεις -Λονδίνο και Βερολίνο-, όπου τα οικιακά βιοκαύσιμα όχι μόνο χρησιμοποιούνται, αλλά επιπλέον επιδοτούνται».


«Είμαι αντίθετος να βάζουμε όλα τα βιοκαύσιμα σε ένα τσουβάλι. Θα πρέπει να δούμε για ποια χώρα, ποια περιοχή και ποιο ενεργειακό φυτό συζητούμε και όχι να λέμε γενικότητες. Η Ελλάδα πάντως, λόγω της εδαφολογικής και κλιματολογικής προσαρμογής του φυτού, πρέπει να αξιοποιήσει την αγριαγκινάρα», υποστηρίζει ο κ. Δαναλάτος. «Κέρδος πάνω από 50 ευρώ/στρέμμα για τον αγρότη που καλλιεργούσε σιτάρι ή βαμβάκι, μείωση στο ένα τέταρτο του κόστους πετρελαίου με την αντικατάστασή του από καύση πελλέτας, μείωση του διοξειδίου του άνθρακα, νέες θέσεις εργασίας και εξαγωγή της τεχνογνωσίας στο εξωτερικό».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις